Κατά τήν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Χαλκηδόνα διοικεῖτο ἀπό ἕναν ὕπατο, τόν Πρίσκο, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε κάποτε νά τελέση μεγάλη γιορτή πρός τιμή τοῦ θεοῦ Ἄρη καί διέταξε ὅλους τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς νά λάβουν μέρος στόν ἑορτασμό. Οἱ Χριστιανοί τῆς Χαλκηδόνας ἀρνήθηκαν νά ὑπακούσουν καί κρύφθηκαν γιά ν’ ἀποφύγουν τίς συνέπειες. Ὡστόσο, οἱ στρατιῶτες τοῦ Πρίσκου τούς ἀνεκάλυψαν καί τούς ἔσυραν μπροστά στόν διοικητή τους.
Ἀνάμεσα στούς συλληφθέντες βρισκόταν καί ἡ Ἁγία Εὐφημία, κόρη ἑνός πλούσιου συγκλητικοῦ, τοῦ Φιλόφρονος, καί μιᾶς εὐσεβοῦς Χριστιανῆς, τῆς Θεοδοσιανῆς. Ἡ Εὐφημία ἦταν γνωστή, ὄχι μόνο γιά τήν ὀμορφιά της, ἀλλά καί γιά τήν πίστι καί εὐσέβειά της πρός τόν Χριστό.
Μετά τήν σύλληψί της, ὁ Πρίσκος ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς Ἁγίας καί τῆς πρότεινε σημαντικά ἀνταλλάγματα γιά ν’ ἀλλαξοπιστήση. Ἐξωργισμένος μάλιστα ἀπό τή σθεναρή ἄρνησί της, τήν ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια. Πρῶτα τήν ἔρριξε στόν τροχό μέ τά κοφτερά μαχαίρια καί μετά σέ μιά τεράστια φωτιά. Καί τίς δύο φορές ἡ Ἁγία Εὐφημία, χάρις στήν πίστι καί τίς προσευχές της, βγῆκε σώα καί ἀβλαβής.
Ὁ τύραννος ὅμως δέν πτοήθηκε. Τό ἑπόμενο πρωΐ διέταξε νά κατασκευάσουν στήν μέση τοῦ σταδίου ἕνα μεγάλο λάκκο, τόν ὁποῖο γέμισαν νερό καί ἔρριξαν μέσα ὅλα τά σαρκοβόρα θηρία τῆς θάλασσας. Ἡ Ἁγία Εὐφημία, καταλαβαίνοντας τί τήν περιμένει, ὕψωσε τά χέρια της πρός τόν οὐρανό καί μέ δάκρυα στά μάτια εἶπε: «Ἰησοῦ, τό φῶς μου, τό καύχημά μου, ἡ ζωή μου, ὁ βοηθός στήν ἀσθένειά μου, διάσωσέ με, Δέσποτα Κύριε, ὥστε νά δοξασθῆ τό πανάγιό Σου Ὄνομα στούς προσκυνοῦντας Σε καί νά αἰσχυνθοῦν οἱ ἐχθροί Σου».
Πράγματι, πρός ἔκπληξι ὅλων τῶν παρευρισκομένων, τά σαρκοβόρα θηρία, ἀντί νά τῆς ἐπιτεθοῦν καί νά τήν κατασπαράξουν, τήν συγκρατοῦσαν, γιά νά μή βυθισθῆ σ’ ἐκεῖνον τόν λασπώδη καί βορβορώδη λάκκο.
Ἀκολούθησαν καί ἄλλα μαρτύρια. Τήν ἔβαλαν νά περπατήση σ’ ἕνα λάκκο στρωμένο μέ μικρά σουβλιά, τήν ἔδειραν ἄσπλαγχνα μέ ρόπαλα καί ραβδιά, ἐπεχείρησαν νά τήν πριονίσουν. Ὅλα, ὅμως, αὐτά δέν ἔβλαψαν καθόλου τήν Ἁγία.
Ἔξαλλος τότε ὁ Πρίσκος διέταξε νά τήν ρίξουν καί πάλι στά θηρία. Ἡ Ἁγία ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται: «Δέσποτα καί Κύριε πάσης ἀρχῆς, μοῦ ἔδειξες τήν ἀνίκητη δύναμί Σου, ἤλεγξες τήν ἀσθένεια τῶν δαιμόνων, τήν ἀγνωσία τῶν τυράννων, μέ ἔκαμες δυνατώτερη ἀπό τίς πληγές καί τά βάσανα· λοιπόν, καθώς δέχθηκες τίς σφαγές καί τά αἵματα τῶν Μαρτύρων πού ἐμαρτύρησαν πρίν ἀπό ἐμένα, δέξου καί τήν δική μου θυσία καί σφαγή, πού Σοῦ προσφέρω μέ ψυχή συντετριμμένη καί πνεῦμα ταπεινώσεως, καί, ἀφοῦ παραλάβης τήν ψυχή μου, ἀνάπαυσέ την ἐν σκηναῖς Ἁγίων καί μέ τούς χορούς τῶν Μαρτύρων, διότι εἶσαι εὐλογητός στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Μόλις μπῆκε στήν ἀρένα, οἱ βασανιστές της ἀπελευθέρωσαν ἄγριες ἀρκοῦδες καί λιοντάρια γιά νά τήν κατασπαράξουν. Τά θηρία ὅμως τήν πλησίασαν καί ἄρχισαν νά τῆς γλείφουν τά πόδια. Μία μόνο ἀρκούδα τήν δάγκωσε ἐλαφρά στό πόδι. Πληγή ἤ σημάδι δέν φάνηκε, ἐκείνη τήν στιγμή ὅμως φωνή ἐξ οὐρανοῦ ἀκούσθηκε νά τήν καλῆ στόν Παράδεισο: «Ἄνελθε πρός τόν στεφανοδότη, σύ, πού ἀγωνίσθηκες τόν καλόν ἀγῶνα καί τόν δρόμον ἤδη ἐτέλεσες, γιά νά λάβης τούς μισθούς καί τά χαρίσματα τῶν κόπων σου». Τότε ἡ Ἁγία Εὐφημία παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἦταν 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 303.
Ἀμέσως μετά ἔγινε μεγάλος σεισμός καί οἱ παρευρισκόμενοι διασκορπίσθηκαν φοβισμένοι. Βρῆκαν τότε τήν εὐκαιρία οἱ γονεῖς της, πῆραν τό μαρτυρικό σῶμα της καί τό ἔθαψαν μέ τά ἴδια τους τά χέρια κοντά στήν Χαλκηδόνα.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ