Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Ἀλάσκας (1797-1897), κατά κόσμον Ἰωάννης Βενιαμίνωφ, Μητροπολίτης Μόσχας, Ἀπόστολος Ἀμερικῆς καί Σιβηρίας, ὑπῆρξε, σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς τῆς ἐποχῆς, «ἡ μεγαλύτερη μορφή στήν Ρωσσοαμερικανική ἐκπαίδευσι στήν Ἀλάσκα, τόν 19ο αἰῶνα».
Μόλις ἔλαβε τό ἱερατικό σχῆμα, κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Ἐκκλησία ὡς ἱεραπόστολος στήν Ἀλάσκα, γιά νά διδάξη τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στούς μέχρι τότε ἀναλφάβητους Ἐσκιμώους καί Ἀλουΐτες. Μετέφρασε στήν γλῶσσα τους τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες καί τήν Ὀρθόδοξο Κατήχησι. Ἔκτισε Ἐκκλησίες, σχεδίασε καί ἔρραψε ἄμφια, ἔφτιαξε ξύλινα ἔπιπλα.
Ἐπίσης, ἀπό ἀγάπη στήν φύσι, θέλησε νά μελετήση τά φαινόμενά της: τίς ἀλλαγές στήν θερμοκρασία, τήν ταχύτητα τῶν ἀνέμων καί τίς πλημμύρες. Ἔτσι μετέτρεψε τό σπίτι του σέ μετεωρολογικό παρατηρητήριο: κατεσκεύασε ἕνα βαρόμετρο, ἕνα θερμόμετρο κι ἕνα ἀνεμόμετρο, ἐνῶ συγχρόνως βρισκόταν σέ μιά ζῶσα κοινωνία μέ τό φυτικό καί τό ζωϊκό βασίλειο.
Μία ἡμέρα, καθώς περπατοῦσε στήν περιοχή Σίτκα, παρετήρησε μέσα σ’ ἕναν θάμνο ἕναν πληγωμένο ἀετό. Τόν πῆρε μαζί του καί τόν περιέθαλπτε ἐπί δύο μῆνες. Ὅταν πιά ὁ «βασιλιάς τῶν πτηνῶν» ἔγινε καλά, ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος τόν πῆρε μαζί του σ’ ἕνα ὕψωμα, μέ σκοπό νά τόν ἀφήση νά πετάξη ἐλεύθερος. Ὁ ἀετός ὅμως παρέμενε γαντζωμένος στά χέρια του καί δέν ἔλεγε νά πετάξη. Ἔτσι ὁ Ἅγιος τόν πῆρε ξανά στό σπίτι του. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀποφάσισε νά ἐπαναλάβη τό ἴδιο ἐγχείρημα κι αὐτή τήν φορά ὁ ἀετός πέταξε μακριά.
Κάμποσους μῆνες ἀργότερα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος στεκόταν στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ του, εἶδε νά πετᾶ πρός τό μέρος του ἕνα σμῆνος ἀετῶν. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό σμῆνος καί, κάνοντας ξαφνικά βουτιά στόν ἀέρα, κατέβηκε καί κάθησε στά πόδια τοῦ Ἁγίου, σάν νά τόν προσκυνοῦσε. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές. Ὕστερα ὁ ἀετός πέταξε μακριά μαζί μέ τούς ἄλλους. Ἀπό τότε τά σμήνη τῶν ἀετῶν, πού ἀφάνιζαν τά μικροπούλια καί τά κατοικίδια ζωάκια τῆς περιοχῆς, δέν ξαναζύγωσαν, πρός μεγάλη χαρά τῶν κατοίκων.
ΖΩΑ ΑΓΙΑΣΜΕΝΑ