Ἡ μητέρα μου, μιά ἡμέρα, καθώς ἦταν μέσα στό σπίτι της, ἔνοιωσε μιά ἰσχυρή εὐωδία νά πλημμυρίζη τόν χῶρο. Ἀρχικά, τῆς φάνηκε σάν κάποιος νά θυμιάζη τό σπίτι της μ’ ἕνα ὑπέροχο θυμίαμα.
Τότε ἄρχισε νά ψάχνη τούς χώρους τοῦ σπιτιοῦ της, νά δῆ ἀπό ποῦ ἐρχόταν αὐτή ἡ θεσπέσια εὐωδία. Στήν συνέχεια, ἄνοιγε τίς πόρτες καί τά παράθυρα, γιά νά διαπιστώση ἄν ἡ εὐωδία αὐτή ἐρχόταν ἀπ’ ἔξω ἀπό τό σπίτι. Δέν βρῆκε ὅμως τίποτε. Κάποια στιγμή, κατευθύνθηκε σ’ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου εἶχε τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου καί, τότε, ἔνοιωσε πολύ ἔντονα τήν εὐωδία νά τήν πλημμυρίζη.
Αὐτό τό ἔνοιωσε τρεῖς φορές. Τότε ἄρχισε νά κάνη τόν σταυρό της καί νά ἀσπάζεται τόν Ἅγιο καί νά τόν εὐχαριστῆ πού τήν ἐπισκέφθηκε ἐκείνη τήν ἡμέρα, γιά νά τήν παρηγορήση καί νά τήν ἐνισχύση σέ κάποιες δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε ἐκείνη τήν ἐποχή.
Μαρία Βαλουγεώργη
Θεσσαλονίκη