Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σεβαστιανή γεννήθηκε στήν Μαρκιανούπολι (ἀρχαία πόλι τῆς Βορείου Θράκης πού ἀνήκει σήμερα στήν Βουλγαρία) στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ. Τήν διέβαλαν στόν ἐκεῖ ἡγεμόνα Σέργιο, ἐπειδή κήρυττε τόν Χριστιανισμό, κι αὐτός τήν ὑπέβαλε σέ πολλά καί μεγάλα μαρτύρια.
Τήν χτύπησαν μέ μολύβδινα σφαιρίδια καί τήν ἔκλεισαν στήν φυλακή. Τήν ἔρριξαν σ’ ἕνα καμίνι ἀπ’ ὅπου τήν ἔβγαλαν μετά ἀπό ἀρκετές ὧρες χωρίς καθόλου νά ἔχη βλαφθεῖ. Τήν κρέμασαν σ’ ἕνα ξύλο, τό ὁποῖο ἔμοιαζε μέ μάγγανο, ἀλλά ἐνῶ αὐτό καταξέσχιζε τό σῶμα της, οἱ πληγές της ἀνέδιδαν εὐωδία μύρου. Μετά τήν ἔρριξαν στά ἄγρια θηρία.
Ἕνα μεγάλο λιοντάρι τήν πλησίασε καί μέ ἀνθρώπινη φωνή ἄρχισε νά ἐπαινῆ τήν Ἁγία καί νά τήν μακαρίζη, ἐνῶ κατηγοροῦσε τούς ἄπιστους βασανιστές της. Ἐκεῖνοι τρόμαξαν μ’ αὐτά πού ἀντίκρυσαν καί ἄκουγαν καί μετά ἄφησαν κατά τῆς Μάρτυρος μία τρομερή καί πεινασμένη λέαινα. Κι αὐτή ὅμως δέν πείραξε καθόλου τήν Ἁγία, ἀλλά τήν πλησίασε καί ἄρχισε νά γλείφη τίς πληγές της. Ὕστερα καί τά δύο θηρία στάθηκαν πλάϊ στήν Μάρτυρα: τό ἀρσενικό δεξιά καί τό θηλυκό ἀριστερά της, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο, σάν σέ ἔνδειξι σεβασμοῦ. Τέλος, τήν ἀποκεφάλισαν καί -ὤ τοῦ θαύματος- «ἀντί νά ρεύσῃ αἷμα, ἔβλυσε γάλα». Ὁ ἀσεβής ἡγεμόνας διέταξε τότε νά βάλουν τό σῶμα της καί τό κεφάλι της μέσα σ’ ἕνα σάκκο, μαζί μέ τριακόσιες λίτρες μολύβι, καί νά τό ρίξουν στήν θάλασσα. Ἄγγελος Κυρίου, ὅμως, ἔφερε πάλι πίσω τό ἅγιο λείψανο. Μιά εὐσεβής κυρία τῆς Συγκλήτου, μόλις τό ἔμαθε, πῆγε καί παρέλαβε τό λείψανο τῆς
Ἁγίας καί, ἀφοῦ τό ἄλειψε πρῶτα μέ μύρα, μετά τό ἔθαψε.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ