Σεβαστέ πατέρα Σίμωνα,
Διάβασα καί ξαναδιάβασα τό βιβλίο, πού σᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός νά γράψετε, γιά τήν ζωή τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ. Συγκινήθηκα ἀπό τήν ταπεινή καί ἁγνή μορφή του, ἀπό τήν ὑπομονή καί τήν ἀγόγγυστη στάση του στίς θλίψεις πού πέρασε λόγῳ τῆς ἀνίατης, γιά τά χρόνια ἐκεῖνα, ἀσθενείας του, ἀπό τήν ἀγάπη του στόν Κύριο καί τό ὁλόψυχο δόσιμό του στήν προσευχή.
Ἔτσι παρακινήθηκα ν’ ἀπευθυνθῶ σ’ αὐτόν καί νά ζητήσω τήν μεσιτεία του γιά ἕνα σοβαρό ἐπαγγελματικό θέμα πού ἀντιμετώπιζα ἐκείνη τήν ἐποχή καί, συγκεκριμένα, μιά ἄνευ προηγουμένου ἀρνητική στάση ἀπέναντί μου τοῦ Διευθυντῆ τῆς ὑπηρεσίας μου, μέ ὕβρεις, διαβολές, πλήρη ἀπαξίωση τοῦ προσώπου καί τῆς ἐργασίας μου, τήν ὁποία ὁμολογῶ ὅτι ἔκανα μέ κάθε εὐσυνειδησία, προθυμία καί ἀποτελεσματικότητα.
Συνέχιζα νά ἐπικαλοῦμαι τίς μεσιτεῖες μόνο τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ, πιστεύοντας ὅτι, ἄν γινόταν αὐτό τό θαῦμα καί ἄλλαζε ἡ στάση τοῦ Διευθυντῆ ἀπέναντί μου, αὐτό θά ἦταν χάρη στίς δικές του πρεσβεῖες, ἀφοῦ δέν ἐπικαλέστηκα κανενός ἄλλου Ἁγίου τήν μεσιτεία, ὥστε νά μπορῶ νά βεβαιώσω, μέ μιά ἐπιστολή ὁμολογίας, περί τῆς παρρησίας πού ἔχει ὁ ῞Οσιος στόν Θεό.
Γυρνώντας στό γραφεῖο μου μετά ἀπό ὀλιγοήμερες διακοπές –λίγους μῆνες ἀργότερα– πληροφορήθηκα, ὅτι ὁ Διευθυντής μοῦ εἶχε ἀναθέσει μιά ὑπεύθυνη θέση καί ἕνα ἀντικείμενο ἐργασίας, πού προϋπέθετε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀναθέτοντος στό πρόσωπο καί στίς ἱκανότητες τοῦ ὑφισταμένου του. Ἀκολούθησε ἀμέσως τηλεφώνημα ἀπό τόν Διευθυντή σέ σοβαρό καί συγχρόνως φιλικό τόνο, μιά δημόσια ἀναγνώριση ἐνώπιον τῶν συναδέλφων γιά τήν μεθοδικότητα τῆς ἐργασίας μου καί τό προσωπικό του ἐνδιαφέρον νά βελτιώση τά μέσα πού ἔχω στήν διάθεσή μου γιά τήν νέα μου ἐργασία.
Ὄλοι, ὅσοι γνώριζαν τήν προηγούμενη συμπεριφορά του ἀπέναντί μου, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπό τήν θαυμαστή πράγματι αὐτή ἀλλαγή κι ἐγώ δοξάζω τόν Θεό γιά τόν Ἅγιό Του, ὅσιο Νικηφόρο τόν Λεπρό, τόν ὁποῖο συστήνω μέ πίστη καί μέ θέρμη σέ ἄλλους καί ἐπικαλοῦμαι ὅλο καί συχνότερα.
Μέ εὐγνωμοσύνη, πρός δόξαν Θεοῦ, Π.Δ.
4 Ἰανουαρίου 2006