Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο ἀπό γονεῖς Χριστιανούς. Γράμματα δέν ἔμαθε, αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδισε ν’ ἀποκτήση τήν «ἔσω σοφίαν», ἡ ὁποία τόν ἔκανε γνωστό σέ ὅλο τόν κόσμο, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νά τόν ἀποκαλῆ «καθηγητή τῆς Ἐρήμου». Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σέ βαθύ γῆρας, σέ ἡλικία 105 ἐτῶν.
Τό Μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου βρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα βουνό, σέ τόπο ὡραῖο ἀλλά τραχύ, ὅπου ὑπῆρχε καί μιά πηγή. Γύρω ἀπό τήν πηγή ὑπῆρχαν μεγάλοι φοίνικες, πού ἔδιναν πολύ καί γλυκύτατο καρπό καί πρόσφεραν μιά νότα δροσιᾶς μέσα στήν ἔρημο. Δίπλα ἀκριβῶς ἁπλωνόταν καί ὁ κῆπος τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε τήν συνήθεια νά περνᾶ πολλές ὧρες τῆς ἡμέρας, ἀλλά καί τῆς νύχτας. Εἶχε φυτέψει ἀμπέλι, διάφορα ὀπωροφόρα δέντρα, καί μέ τά ἴδια του τά χέρια εἶχε κτίσει καί μιά στέρνα γιά νά ποτίζη τόν κῆπο. Ὅλα αὐτά τά φρόντιζε καθημερινά μέ πολύ κόπο καί ἀγάπη. Τόν πρῶτο καιρό ὅμως, ἕνα κοπάδι λιοντάρια, πού προσπαθοῦσαν νά σβήσουν τήν δίψα τους στά νερά τῆς πηγῆς, ἔμπαιναν στόν κῆπο τῆς Μονῆς καί προξενοῦσαν πολλές καταστροφές.
Βλέποντάς τα ὁ Ἅγιος πῆρε μία ράβδο, πλησίασε ἕνα ἀπό αὐτά, πού ἔμοιαζε νά εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς ἀγέλης, καί τό πρόσταξε νά φύγη. Ὤ τοῦ θαύματος, τό λιοντάρι στάθηκε καί ὁ Ἅγιος τό χτύπησε ἐλαφρά στά πλευρά λέγοντας:
– Γιατί μέ ἀδικεῖτε, ἐνῶ ἐγώ καθόλου δέν σᾶς ἀδίκησα; Γιατί τρῶτε τούς καρπούς, γιά τούς ὁποίους καθόλου δέν ἐκοπιάσατε;
Φύγετε ἀμέσως καί μήν τολμήσετε νά μπῆτε ξανά στόν κῆπο μου.
Καί πράγματι, ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος, ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη τά λιοντάρια δέν ξαναμπῆκαν στόν κῆπο. Πήγαιναν μόνο στήν πηγή, ἔπιναν νερό νά ξεδιψάσουν καί ἔφευγαν.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ