Ἐγνώρισα τόν π. Νικηφόρο τό ἔτος 1961 στό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, τό τότε Λεπροκομεῖο. Πηγαίναμε, μιά συντροφιά νέων τότε, μέ τόν τότε διάκονο καί μετέπειτα Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο Σελέντη. Αὐτός μᾶς παρακινοῦσε νά δώσουμε λίγη χαρά στούς κοινωνικά ἀπομονωμένους ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας, νά τούς ἀγκαλιάσουμε, νά φᾶμε μαζί τους ἀπό τό ἴδιο πιάτο τους, νά κοινωνήσουμε μετά ἀπό αὐτούς.
Ενας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ π. Νικηφόρος. Ἔφερε πασιφανῆ τά σημάδια τῆς νόσου. Τυφλός, ἀκρωτηριασμένος, καταβεβλημένος σωματικά. Ἀμέσως ὅμως διέκρινες, μέσα ἀπό τό ἀσθενικό ἐκεῖνο σῶμα, νά βγαίνη μιά δύναμη πνευματική, ἕνας ἔνθεος ζῆλος, μιά ἀπέραντη ἀγάπη καί μιά εἰρήνη, πού σέ διαπότιζε ὁλόκληρον.
Ἐκεῖνο, πού ἰδιαιτέρως θυμᾶμαι ἀκόμα, ἦταν ἡ πάλη του μέ τούς δαίμονας. Δεχόταν πολλές ἐπιθέσεις καί ὡρισμένες φορές οἱ συμπλοκές ἔφθαναν καί σέ σωματική πάλη. Καί ὅταν «τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ» τούς ὑπέτασσε, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ ᾿Ιησοῦ τούς ἐμάστιζε καί τούς ἐξανάγκαζε νά ὁμολογοῦν τίς δαιμονικές τους δραστηριότητες. Ἔλεγε σ᾿ αὐτούς: «Πές μου, κασσίδη, ποῦ ἤσουν ἀπόψε;» Καί, ὅταν τό δαιμόνιο ὡμολογοῦσε τίς ἧττες του, ὁ πατήρ Νικηφόρος χαιρόταν καί δόξαζε τόν Θεό. Καί, ὅταν κάποιος Χριστιανός ἔπεφτε στίς παγῖδες του, λυπόταν καί προσευχόταν.
Τό μικρό νοσοκομειακό δωμάτιό του ἦταν γιά μᾶς τόπος πνευματικῆς βοηθείας καί ἀγαλλιάσεως. Εἴχαμε ἐμπρός μας ἕναν ἀγωνιστή τοῦ «καλοῦ ἀγῶνος» καί παίρναμε δύναμη. ῾Η παρρησία του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, μέ τίς πυρφόρες προσευχές του, μᾶς χάριζε τή δρόσο τοῦ Πνεύματος, μᾶς συμπαρέσυρε σέ πνευματική ἀνάταση, σέ θεῖο ζῆλο, ἔστω καί ἄν γιά τόν γράφοντα ὁ ζῆλος μαραινόταν εὔκολα.
Μέ πολλή ἁπλότητα, χωρίς πολλές διδασκαλίες, ἦταν πνευματικός ὁδηγός, γιατί ἦταν ὁ ἴδιος μέ τή ζωή του μιά πηγαία διδασκαλία, Ἔδειχνε σέ ὅλους, πολλές φορές καί μέ τή σιωπή του, τόν λαλοῦντα μέσα του Θεόν –«οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 10:20).
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του, καί ἄς πρεσβεύη γιά νά εὕρωμεν ἔλεος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
μαρτυρία Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Γιαννακοπούλου