Ὅταν ἔγινε κάποτε μεγάλη ξηρασία στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, μαζεύτηκε ἕνα μεγάλο κοπάδι ἄγριων κατσικιῶν καί γύριζαν τριγύρω ἀναζητώντας μάταια νά βροῦν νερό γιά νά πιοῦν. Δέν εὕρισκαν ὅμως οὔτε σταγόνα πουθενά, διότι γιά πολύ καιρό δέν εἶχε βρέξει καθόλου. Ὅλα τά κατσίκια ἦταν ἐξαντλημένα καί ἡ ἀγέλη κινδύνευε κυριολεκτικά ν’ ἀφανιστῆ.
Ἀφοῦ γύρισαν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἀνέβηκαν τελικά σέ μιά βουνοκορφή, τήν πιό ψηλή ἀπ’ ὅλα τά βουνά τῆς ἐρήμου. Καί τότε, σηκώνοντας ὅλα μαζί τά κεφάλια τους στόν οὐρανό, ἄρχισαν νά βελάζουν καί νά φωνάζουν δυνατά, σάν ν’ ἀπευθύνονταν στόν Θεό καί δημιουργό τους. Ξαφνικά, κι ἐνῶ ὁ οὐρανός ἦταν πεντακάθαρος, ἕνα σύννεφο ἦρθε καί στάθηκε ἀπό ἐπάνω τους καί ἄρχισε νά βρέχη. Ἔβρεξε ὅμως μόνο στόν τόπο ἐκεῖνο ὅπου βρίσκονταν τά κατσίκια καί ὄχι πιό πέρα. Ἔτσι ἤπιαν, ξεδίψασαν καί σώθηκε ὅλο τό κοπάδι.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΣΙΝΑ