Ζωντανό λείψανο

Ἕνας εὐλαβής χριστιανός, νέος στήν ἡλικία – πού γιά προσωπικούς λόγους θέλησε νά διατηρήση τήν ἀνωνυμία του– πῆγε κάποιαν ἡμέρα στόν πατέρα Εὐμένιο καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἄκουσα ὅτι ἔχετε ἅγια λείψανα τοῦ πνευματικοῦ σας, τοῦ πατρός Νικηφόρου. Θά ἤθελα νά μοῦ δώσετε κι ἐμένα, γιά εὐλογία, νά προστατεύουν τήν οἰκογένειά μου».
Ὁ πατήρ Εὐμένιος τοῦ ἔδωσε ἕνα τεμάχιο. Ἐκεῖνος τό πῆρε, τό τύλιξε μέ εὐλάβεια καί τό ἔβαλε στό τσεπάκι τοῦ ὑποκαμίσου του –ἦταν καλοκαίρι– καί μετά ἔφυγε μέ τήν μηχανή του γιά τό σπίτι του.
Καθ᾿ ὁδόν, καί ἐνῶ ἔτρεχε μέ ἀρκετά μεγάλη ταχύτητα, τοῦ ἐρχόταν μία ἄρρητη εὐωδία συνέχεια. Καί, παρ᾿ ὅλο πού ἔπρεπε, φυσιολογικά, ἀπ᾿ ὅ,τι ἔλεγε ὁ ἴδιος, «τήν εὐωδία αὐτή νά τήν παίρνη ὁ ἀέρας λόγῳ τῆς ταχύτητος», ὡστόσο ἡ εὐωδία τόν πλημμύριζε ὁλόκληρον.
Τό σημαντικώτερο ὅμως εἶναι τό ἑξῆς: ῞Οταν αὐτός πῆγε στό σπίτι του, λέει στήν γυναίκα του: «Ἔλα, γρήγορα, νά ἀσπασθῆς ἕνα ἅγιο λείψανο πού ἔφερα». Ἡ γυναίκα του, ὅταν πῆγε νά τό προσκυνήση, πετάχθηκε τρομαγμένη πρός τά πίσω καί φώναξε, «Μ᾿ ἔκαψε, μ᾿ ἔκαψε!». Ἀργότερα ἡ ἴδια διαβεβαίωνε: «῞Οταν πλησίασα τά χείλη μου νά ἀσπασθῶ τό ἅγιο λείψανο, αἰσθάνθηκα μιά ἔντονη θερμότητα, κάτι σάν κάψιμο, γι᾿ αὐτό φοβήθηκα καί πετάχθηκα πρός τά πίσω».
Ἔκτοτε ἡ γυναίκα αὐτή ἔγινε πιό πιστή, γιατί μέχρι τότε ἦταν, λίγο ὥς πολύ, ἀδιάφορη στά πνευματικά. Μετά τοποθέτησαν τό ἅγιο λείψανο στό προσκυνηταράκι τους καί τοῦ ἀνάβουν καντηλάκι κάθε μέρα.

Scroll to Top